απομαυρίζω

απομαυρίζω
1. μαυρίζω κάτι εντελώς, το κάνω κατάμαυρο
2. συμπληρώνω το μαύρισμα που υπήρχε πριν
3. γίνομαι κατάμαυρος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • απομαυρίζω — ισα, ισμένος, μαυρίζω εντελώς: Από τον ήλιο του καλοκαιριού και την αρμύρα της θάλασσας είχε απομαυρίσει. Ουσ. απομαύρισμα, το …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”